Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Κυριακή ΙΓ΄Λουκᾶ (29-11-2009)

Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.


Ἀσχολούμενοι μέ τήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή κάπου χαιρόμαστε καί κάπου λυπόμαστε. Χαιρόμαστε, γιατί ὁ πλούσιος αὐτός νεανίσκος ἐμφανίζεται σάν πιστός τηρητής τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Λυπόμαστε, γιατί τόν βλέπουμε νά σταματάει τήν πνευματική του πρόοδο.
Στήν ἀρχή ρώτησε τόν Χριστό, τί πρέπει νά κάνει γιά νά ἔχει ζωή αἰώνια. Αὐτό δείχνει, ὅτι ἔχει εὐγένεια ψυχῆς. Ὅτι εἶχε πνευματικές ἀναζητήσεις. Ποθοῦσε τά ὑψηλά καί ὡραῖα. Δείχνει ὅμως καί ἐπιπολαιότητα. Δέν σκέφτηκε, δέν ὑπολόγησε τί θά τοῦ στοιχίσει αὐτή ἡ ἐπιθυμία.
Γιά νά ἐπιτύχει τόν σκοπό του, ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδειξε τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ δεκαλόγου. Οὐ κλέψεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου... Μέ χαρά ὁ νέος ἀπάντησε, ὅτι ὅλα αὐτά τά ἐτήρησε ἀπό μικρό παιδί. Ἄρα δικαιωματικά τοῦ ἀνήκει ὁ παράδεισος. Αὐτό τό σημεῖο ἄς σχολιάσουμε γιά λίγο, ἀγαπητοί μου.
Ὁ πλούσιος αὐτός νέος εἶναι ἀξιόλογος. Εἶναι σεμνός καί θεοφοβούμενος. Ἀπό μικρό παιδάκι ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σέβεται καί ἐφαρμόζει τίς ἐντολές Του. Δηλαδή δέν ἔχει χάσματα στή ζωή του, δέν  εἶχε πνευματικά διαλύματα. Καί τό λέμε αὐτό, γιατί πολοί ξεκινᾶνε καλά στή ζωή τους, ἀλλά σύντομα ξεκόβουν ἀπό τόν Θεό, ἀπομακρύνονται ἀπό τήν πίστη. Κάποια φορά φεύγουν καί μετά ξαναεπιστρέφουν. Γιά ἕνα διάστημα ζοῦν κατά Θεόν καί ἔπειτα ξεστρατίζουν. Δέν ἔχουν συνέχεια καί συνέπεια στή ζωή τους. Δέν εἶναι σταθεροί στήν πίστη.
Ἀκόμη σημαίνει, ὅτι εἶχε σπουδαίους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν ἀρκετά καλή δουλειά μέ τήν ἀγωγή, πού τοῦ ἔδωσαν. Ἐργάσθηκαν πάνω στήν ψυχή του. Τά παιδιά μας εἶναι συνήθως ὅ,τι εἴμαστε ἐμεῖς οἱ γονεῖς. Κάποιες φορές παραπονιόμαστε γιά τά παιδιά μας, γιατί τάχα δέν εἶναι αὐτά πού περιμέναμε, σάν νά ἐμεῖς εἴμασταν οἱ καλοί καί ἅγιοι. Ὅμως εἶναι ἀλήθεια, πώς ἡ ἀγωγή πού τά προσφέραμε ὑπολείπεται σέ πολλά σημεῖα. Εἴμαστε ἐκλεκτικοί στήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν μας καί στήν διδασκαλία μας πρός αὐτά. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δέν θέλουμε νά γίνουν πολύ καλά. Καλλιεργοῦμε μία ἀρετή καί ἀφήνουμε κάποια ἄλλη νά μείνει ὑπανάπτυκτη. Διδάσκουμε π.χ. τήν ἐλεημοσύνη καί ἀδιαφοροῦμε γιά τήν ἐγκράτεια.
Μιά τέτοια ἀγωγή γίνεται γιά μιά καλή κοινωνική συγκρότηση. Νά γίνει καλός ἄνθρωπος, ὄχι ὅμως καί καλός χριστιανός. Ξέρετε πόσο διαφέρει τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο; Ἐπιδιώκουμε νά φανοῦμε καλοί στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, ὄχι νά γίνουμε ἀρεστοί στό Θεό. Πάντοτε μᾶς ἀπασχολεῖ τό ἐρώτημα , τί θά ποῦν οἱ ἄνθρωποι καί ὄχι ποιά εἶναι ἡ γνώμη τοῦ Θεοῦ. Νά γίνουν τά παιδιά μας ἔντιμοι, ἐργατικοί, μέ κάποια θρησκευτική ἀγωγή, ὅμως χωρίς βάθος, ὄχι ὁλοκληρωμένες προσωπικότητες. Μιά τέτοια ἀγωγή εἶναι διάτρητη, ἐλειπής, ἐλάττωματική καί αὐτό θά φανεῖ ἀργότερα.
Ὁ σημερινός νέος καμάρωνε, γιατί αὐτές τίς ἐντολές τίς τηροῦσε ἀπό μικρό παιδί. Ἀλήθεια ἦταν, δέν ἔλεγε ψέματα. Μά δέν εἶχε αὐτογνωσία, ὅπως δέν ἔχουμε πολλοί ἀπό ἐμᾶς σήμερα. Πᾶμε νά ἐξομολογηθοῦμε καί λέμε στόν πνευματικό, δέν ἔχω τίποτε. Δέν ἔκλεψα, δέν σκότωσα. Τό μυαλό μας πηγαίνει σέ κάποια χοντρά καί μεγάλα ἁμαρτήματα. Μά ἄν σκοτώναμε ἤ κλέβαμε, δέν θά εἴμασταν, ὄχι χριστιανοί, οὔτε κἄν ἄνθρωποι. Ἄγρια θηρία θά εἴμασταν.  Στή φυλακή θά εἴμασταν. Καί ἐπειδή δέν κάναμε αὐτά, σημαίνει ὅτι εἴμαστε καλοί χριστιανοί; Φροντίζουμε γιά τά παιδιά μας τόσο, ὅσο γιά νά μή μποῦν φυλακή, ὄχι γιά νά μποῦν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Διαβάζουμε στήν Ἁγία Γραφή, ὅτι τό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου στρέφεται στά πονηρά ἐπιμελῶς ἐκ νεότητος αὐτοῦ. Κι᾿ ἐμεῖς λέμε, ὅτι δέν ἔχουμε ἁμαρτίες; Γιατί πάλι περιοριζόμαστε μόνο στίς πράξεις; Τίς σκέψεις ἤ τίς ἐπιθυμίες μας, γιατί δέν τίς ὑπολογίζουμε, γιατί δέν τίς μετρᾶμε καθόλου; Ἔρχεται καιρός πού μένουμε μέ ἀνοιχτό τό στόμα καί γουρλωμένα τά μάτια. Τό παιδί μας νά κάνει αὐτό τό πράγμα; Ναί τό ἔκανε, γιατί ἦρθε ἡ ὥρα νά φανεῖ, ὅτι ἐμεῖς σάν γονεῖς δέν κάναμε σωστά τήν δουλειά μας, ὅτι ἡ ἀγωγή πού τοῦ δώσαμε δέν ἦταν ἡ σωστή. Ἦταν πασαλείμματα ἀγωγῆς.
Ἡ πνευματική ζωή, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἰσόβια καί ἔχει πρόοδο. Τό σοβαρό λάθος μας εἶναι, τό ὅτι, ἄν ἐπιτύχουμε κάτι, φτάνει λέμε καί σταματᾶμε. Δέν χρειάζεται νά συνεχίσουμε περισσότερο. Ὅμως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς λέει κάτι πολύ σπουδαῖο: Μηδαμοῦ ἵστασθαι. Δέν θά σταματήσεις πουθενά. Ποτέ δέν θά πεῖς, καλά εἶμαι ἐδῶ. Θά συνεχίσεις. Σταμάτησες; Ἄρχισες νά ὑποχωρεῖς, θά τά χάσεις ὅλα.
Λέει ὁ Κύριος στό εὐαγγέλιο: Τέλειοι γίνεσθε, ὅπως τέλειος εἶναι ὁ Θεός μας. Θά ρωτήσει κάποιος: Μποροῦμε ἐμεῖς νά γίνουμε τέλιοι; Ἀσφαλῶς δέν μποροῦμε. Μά ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό πάντοτε πρέπει νά συνεχίζουμε τόν ἀγώνα μας καί ποτέ νά μή ἔχουμε σταματημό.
Ἄν θέλουμε τόν παράδεισο, πρέπει νά βαδίσουμε τόν ἀνηφορικό δρόμο καί νά περάσουμε ἀπό τήν στενή πύλη. Ἄν δέν ζοριστοῦμε Βασιλεία Θεοῦ δέν βλέπουμε. Γιατί φοβώμαστε; Γιατί δειλιάζουμε νά συνεχίσουμε; Γιατί δέν ἔχουμε τήν τόλμη καί τόν ἡρωϊσμό νά προχωρήσουμε σέ μιά καλύτερη καί βαθύτερη πνευματική ζωή; Ἡ δειλία εἶναι μεγάλο κακό καί ἁμάρτημα. Εἶναι σοβαρό μειονέκτημα. Ἄν ἀνοίξουμε τήν Ἱερή Ἀποκάλυψη θά δοῦμε τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο νά γράφει: Τῶν δειλῶν τό μέρος ἡ λίμνη ἡ καιομένη ἐν πυρί καί θείῳ. Ὁ νεανίσκος ἔκανε τόσα πολλά. Ἕνα δέν μπόρεσε νά κάνει καί ἔχασε τόν παράδεισο.
Ἐμεῖς σκεφτήκαμε ποτέ, ἄν θά σωθοῦμε μέ αὐτά πού κάναμε;  Δέν χρειάζεται νά εἴμαστε μόνο νοσταλγοί τῆς χαρᾶς τοῦ παραδείσου, ἀλλά νά γίνουμε καί ἀγωνισταί-βιασταί, διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιαστεί ἁρπάζουσιν αὐτήν. Ἀμήν.-

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Κυριακή Θ΄ Λουκᾶ ( 20-11-2011 )

  «Ἀνθρώπου τινός πλουσίου ἐφόρησεν ἡ χώρα»

     Ὁ πλούσιος τῆς σημερινῆς παραβολῆς, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶχε ἀμέρτητα ἀγαθά. Τά πολλά του κτήματα ἔφεραν καλή σοδειά, εἶχαν μεγάλη παραγωγή. Ὁ ἴδιος ὅμως ἦταν ἀχόρταγος, ἀνικανοποίητος καί ἀνελεήμων. Οἱ ἀποθῆκες του στέναζαν κάτω ἀπό τό βάρος καί τό πλῆθος τῆς συγκομιδῆς. Στενάζει καί ὁ ἴδιος, σάν νά τόν χτύπησε μεγάλο κακό, σάν νά τόν βρῆκε δυστυχία μεγάλη. Ἀνησυχεῖ, προβληματίζεται, δέν ξέρει τί νά κάνει. Δέν ἔχει ποῦ νά συνάξει τήν παραγωγή τῶν κτημάτων του. Παραγωγή πού ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε.
Καί ὅμως τό πρᾶγμα εἶναι πολύ ἁπλό. Ἀφοῦ ἦταν γεμάτες οἱ ἀποθῆκες του, ὅ,τι περίσσευε κάλλιστα μποροῦσε νά τό δώσει στούς φτωχούς. Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, « κάθεται καί στενοχωριέται καί δέν τοῦ κολλάει ὓπνος. Νά οἱ καλύτερες ἀποθῆκες, τά στόματα τῶν πεινασμένων καί τά στομάχια τῶν φτωχῶν». Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε ἰδιαίτερη εὐλογία, ἀλλ᾿ αὐτός ἄπληστος  καθώς ἦταν, τά ἢθελε ὅλα δικά του, μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Μέ ἄλλα λόγια ἦταν σκληρός ἄνθρωπος, ἀφοῦ δέν τόν συγκινοῦσε καθόλου ἡ φτώχεια καί ἡ δυστυχία τῶν ἄλλων. Θά μᾶς πεῖ ὁ ἱ. Θεοφύλακτος : « Ἐνῷ εἶχε πλούσια καρποφορία, ἦταν ἄκαρπος στήν εὐσπλαχνία».
Καί ἐρωτᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος: Γιατί « ἐφόρησεν ἡ χώρα» ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου, πού τίποτε καλό στή ζωή του δέν ἢθελε νά κάνει; Ἀπαντᾶ ὁ ἲδιος: Γιά νά φανεῖ  ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ καί ἡ μακροθυμία Του, πού φτάνει ἀκόμη καί σέ τέτοιους ἄχρηστους ἀνθρώπους. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς εἶπε, ὅτι ὁ πανάγαθος Θεός «ἀνατέλει τόν ἥλιον ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους». Ὃμως αὐτή ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ πρός τόν πλούσιο, πού δέν συγκινήθηκε καθόλου, τοῦ ἑτοιμάζει τήν μεγαλύτερη κόλαση. Ἡ εὐφορία τῆς γῆς  εἶναι μεγάλη εὐλογία, ἀλλ᾿ αὐτή ἡ εὐλογία πρός τούς πονηρούς γίνεται παγίδα, λόγῳ τῆς κακῆς προαιρέσεώς των. Ὃσα περισσότερα προσφέρει ὁ Θεός, τόσα περισσότερα περιμένει νά προσφέρουμε κι᾿ ἐμεῖς. Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος μᾶς δίνει τά ἀγαθά Του, μᾶς γεμίζει μέ τίς εὐλογίες Του, καί μᾶς κάνει ὂχι ἰδιοκτῆτες, ἀλλά διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν Του. Πού σημαίνει ὃτι κι᾿ ἐμεῖς πρέπει νά φανοῦμε σπλαχνικοί στούς ἄλλους. Καί ἄν αὐτό δέν γίνει, τότε «ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας».
Στίς ἡμέρες μας ἒχει ἐξελιχθεῖ τόσο πολύ ἡ τεχνική καί ἡ ἐπιστήμη, ἔχει ὁ ἄνθρωπος τόσα μέσα στήν διάθεσή του καί πιό συγκεκριμένα στόν τομέα τῆς γεωργίας, ὣστε πολλές φορές, ὅταν ἔχουμε πλούσια καρποφορία, νά μή θέλουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά τήν πετοῦμε στά σκουπίδια. Γεμίζουν οἱ χωματερές μέ διάφορα ἀγροτικά προϊόντα, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία καί σήμερα ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού πεινοῦν καί στεροῦνται, πού δέν ἒχουν νά φᾶνε καί ὑποφέρουν. Ὑπάρχουν ἱδρύματα πού ἔχουν πολλές ἐλλείψεις καί μεγάλες ἀνάγκες. Κι᾿ εἶναι μεγάλη ἁμαρτία καί προσβολή πρός τόν Θεό, νά πετοῦμε σάν ἄχρηστη τήν εὐλογία Του, τά δῶρα Του, πού τόσο πλουσιοπάροχα μᾶς δίνει.
Ὑπάρχουν ὅμως χρονιές πού ὁ Θεός μᾶς στερεῖ τήν εὐλογία Του. Ἄλλοτε ἡ ξηρασία, ἄλλοτε ἡ παγωνιά ἢ τό χαλάζι καταστρέφουν τήν παραγωγή. Ποτέ  δέν εἶναι τυχαῖα αὐτά τά πράγματα. Ἄλλοτε πάλι ἔχουμε ὑπερπαραγωγή, ἀλλά μειωμένες τιμές. Τότε τά βάζουμε μέ ὅλους καί μέ ὅλα. Φταίει τό κράτος μέ τήν κακή ἀγροτική πολιτική, φταίει ὁ  ἕνας, φταίει ὁ ἄλλος καί ποτέ  δέν φταίμε ἐμεῖς, δηλ. οἱ γεωργοί, οἱ παραγωγοί.
Κάποτε στήν Ἀμερική ἔσφαζαν τά ζῶα καί τά ἔθαβαν, γιά νά μή πέσει ἡ τιμή τοῦ κρέατος. Στή Ρωσία πάλι ἔκαιγαν τό σιτάρι ἢ τό πετοῦσαν στήν θάλασσα, γιά νά μή μειωθεῖ ἡ τιμή του. Καί σήμερα στή Ρωσία πεινοῦν, δέν ἔχουν σιτάρι νά φᾶνε...Ἀφοῦ δέν θέλουμε, δέν δεχόμαστε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός μᾶς τήν στερεῖ. Δέν εἲμαστε ἄξιοι τῶν δωρεῶν Του καί παίρνει τήν χάρη Του ἀπό ἐπάνω μας. Συμβαίνει πολλές φορές αὐτό πού ψάλλουμε στήν Ἀρτοκλασία: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν...».
Κάποτε ὁ γεωργός πρίν βάλει τό χέρι στό ἀλέτρι γιά νά ὀργώσει, σήκωνε τά μάτια του στόν οὐρανό. Ἔκαμνε τόν σταυρό του καί κατόπιν ἄρχιζε τήν ἐργασία του. Τώρα ξεχάσαμε τόν Θεό. Ἐργαζόμαστε μόνοι μας, μέ τά προηγμένης τεχνολογίας ἐργαλεῖα, χωρίς τήν βοήθειά Του. Νομίζουμε πώς εἴμαστε αὐτάρκεις καί δέν ἔχουμε ἀνάγκη τόν Θεό. Ἄν τόν θυμώμαστε, εἶναι γιά νά Τόν ὑβρίσουμε καί νά Τόν βλασφημήσουμε. Ἀλλά, ἀδελφοί μου, ὅταν μέ ὕβρεις σπέρνουμε καί μέ βλασφημίες θερίζουμε, τί καρπούς θά ἔχουμε νά μαζέψουμε; Ἄν καταπατοῦμε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, πού εἶναι μία μεγάλη, σπουδαία, σοβαρή ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα τήν καταπατοῦμε ἐπισήμως, δηλ. μέ νόμο ψηφισμένο ἀπό τήν Βουλή Ὀρθοδόξου Κράτους, τό καλό θά ἔχουμε νά περιμένουμε; Ἀκόμη διερωτώμεθα τί φταίει;
Διαβάζουμε στήν Ἁγία Γραφή: «Ὃς καταφρονεῖ πράγματος καταφρονηθήσεται ὑπ᾿ αὐτοῦ». Καί ἄν ἐμεῖς περιφρονοῦμε τόν Θεό, τότε θά μᾶς περιφρονήσει κι᾿ Ἐκεῖνος καί τότε θά γίνει πραγματικότης αὐτό πού διαβάζουμε «θά σπέρνετε καί δέν θά θερίζετε».
Ἄς προσέξουμε τό παρακάτω, πού εἶναι καί τό τελευταῖο.
Ὃλοι αὐτοί πού διαμαρτύρονται γιά τήν κακή ἀγροτική πολιτική, καί δέν ἔχουν ἴσως ἄδικο, κατεβαίνουν σέ ἀπεργίες, σέ διαμαρτυρίες, κλείνουν τοὺς δρόμους καί δημιουργοῦν τόσα σοβαρά προβλήματα σέ πολλούς ἄλλους συνανθρώπους μας, πού στό κάτω-κάτω δέν φταῖνε σέ τίποτε. Διαμαρτύρονται, φωνάζουν μά κανείς δέν τούς ἀκούει. Πουθενά δέν μποροῦν νά βροῦν τό δίκαιό τους οὒτε ἀπό τήν Κυβέρνηση, οὒτε ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Καί ὅμως ὑπάρχει λύσις καί εὒκολη καί σίγουρη, πολύ ἀποτελεσματική. Θά τό πῶ καί πολλοί σας θά γελάσετε. Θά τό πῶ καί θά μέ εἰρωνευτεῖτε. Θά τό πῶ καί ἄς μή τό πιστέψετε, ἄς μή τό δεχτεῖτε. Ὅλοι αὐτοί πού κατεβαίνουν στούς δρόμους εἶναι χριστιανοί, ἔτσι δέν εἶναι; Κατεβαίνουν στούς δρόμους, φωνάζουν, διαμαρτύρονται ἀλλά δέν τούς ἀκούει κανείς. Ἄν ὅλοι αὐτοί, ἀντί νά κατέβουν στούς δρόμους, γέμιζαν τίς Ἐκκλησίες καί ἔκαμναν προσευχή, ἔκαμναν Θεία Λειτουργία καί ζητοῦσαν τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός ἀσφαλῶς θά τούς ἂκουγε καί τότε καί καλή σοδειά θά εἶχαν καί οἱ τιμές θά ἦσαν ἱκανοποιητικές καί ὃλα θά πήγαιναν μιά χαρά. Ἄλλά δέν τό πιστεύουμε γι᾿ αὐτό καί δέν τό κάνουμε. Μέ τό νά εἲμαστε κι᾿ ἐμεῖς ἂφρονες, περιφρονοῦμε τόν Θεό, Τόν βγάζουμε ἀπό τήν ζωή μας καί ἔχουμε αὐτά τά θλιβερά ἀποτελέσματα. Δέν εἲμαστε εὐχαριστημένοι καί ἱκανοποιημένοι μέ τίποτε.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Οἱ ὑποθέσεις μας, ἄς τό καταλάβουμε ἐπί τέλους, δέν τακτοποιοῦνται μόνο μέ τήν προσωπική μας ἐργασία, ἀλλά κυρίως καί πρό πάντων μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. « Οὐ τοῦ σπείροντος, οὐδέ τοῦ θερίζοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ».  Γι᾿ αὐτό ἄς προσκαλέσουμε τόν Θεό στή ζωή μας. Αὐτός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί  «ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν». Ἄς ἐργαζώμεθα πάντοτε σύμφωνα μέ τό Ἅγιο θέλημά Του, γιά νά στέλνει σέ ὅλους μας πλούσια τήν χάρη Του καί τήν εὐλογία Του. Ἀμήν.


Κυριακή Η΄Λουκᾶ (13-11-2011)

 Τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;

Ἕνας νομοδιδάσκαλος, θεολόγος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, πλησίασε τόν Χριστό καί τόν ρώτησε τί πρέπει νά κάνει, γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή;
Ἡ ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ κατ᾿ ἀρχήν φαίνεται νά εἶναι πολύ καλή, σπουδαία. Ἔπαυσε ὅμως νά εἶναι τέτοια, ἀφοῦ ἡ πρόθεσή του ἦταν πονηρή. Σκοπός του δέν ἦταν νά μάθει κάτι, πού δέν γνώριζε, ἀλλά νά παγιδεύσει τόν Ἰησοῦ. Νά τόν φέρει σέ δύσκολη θέση. Νά πεῖ κάτι διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνα, πού εἶπε ὁ Μωϋσῆς καί νά τόν κατηγορήσει. Ὑποκρίνεται, ὅτι τόν τιμᾶ, ἀλλά παραμονεύει νά τόν ἁρπάξει. Ἔτσι καταλαβαίνουμε, πώς δέν εἶναι ἀρκετό νά μιλᾶμε γιά τά θεῖα, γιά πράγματα θρησκευτικά καί πνευματικά, δέν ἀρκεῖ νά ἐρευνοῦμε τά θέματα τῆς πίστεως. Πρέπει καί ἡ πρόθεση μέ τήν ὁποία μιλᾶμε καί ἐρευνοῦμε νά εἶναι ἁγνή καί εἰλικρινής.
Ὁ νομικός ὄφειλε νά γνωρίζει, ὅτι πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς δίνει  σαφή καί ξεκάθαρη ἀπάντηση. Αὐτή μᾶς φωτίζει καί μᾶς ὁδηγεῖ. Εἶναι πολύ σπουδαῖο, εἶναι μεγάλη εὐλογία τό ὅτι ἔχουμε γραμμένο καί κρατοῦμε στά χέρια μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά γνωρίζουμε μέ βεβαιότητα τί θέλει ὁ Θεός καί τί ζητάει ἀπό ἐμᾶς. Ἐφόσον δέ τό ἔχουμε γραμμένο, ὀφείλουμε νά τό μελετᾶμε, νά τό ζοῦμε καί νά τό διδάσκουμε καί στούς ἄλλους. Ὀφείλουμε εὐχαριστίες πολλές καί εὐγνωμοσύνη στούς ἁγίους Εὐαγγελιστές, πού μᾶς παρέδωσαν τά ἱερά κείμενα, ὅπως καί στόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο, πού σήμερα τόν ἑορτάζουμε καί τιμοῦμε τήν μνήμη του.
Ὁ νομοδιδάσκαλος ρώτησε τόν Χριστό τί πρέπει νά κάνει καί ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νά ἐφαρμώσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶναι γραμμένες μέσα στήν Ἁγία Γραφή, μέ πρώτη καί καλύτερη τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ἡ κορυφαία, ἡ μεγαλύτερη ἐντολή. Ἀγάπη πρός τόν Θεό καί στόν πλησίον μας.
Τό θέμα εἶναι ποιός εἶναι ὁ πλησίον; Οἱ ραββίνοι τῶν Ἑβραίων ἐδίδασκαν, ὅτι πλησίον τους εἶναι μόνο οἱ ὁμοεθνεῖς καί ὁμόθρησκοι, ὄχι οἱ εἰδωλολάτρες. Ἔτσι οἱ ἰσραηλίτες δέν ἦταν ὑποχρεωμένοι νά βοηθήσουν ἕναν ἐθνικό, οὔτε ὅταν ἀκόμη διέτρεχε κίνδυνο θανάτου. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔλεγαν, πᾶς μή Ἕλλην βάρβαρος. Κανείς δέν ἔχει ἀξία, παρά μόνο οἱ Ἕλληνες. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι γιά πέταμα, δέν ἀξίζει νά ἀσχολεῖται κανείς μέ αὐτούς. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν σημερινή παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου μᾶς δίδαξε, ὅτι πλησίον μας εἶναι ὁ καθένας πού διατρέχει κάποιο κίνδυνο, πού βρίσκεται σέ δύσκολη θέση κι᾿ ἐμεῖς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τόν βοηθήσουμε, νά τοῦ προσφέρουμε βοήθεια μέ προθυμία καί πολλή ἀγάπη, ἔστω καί ἄν ἀκόμη αὐτός εἶναι ὁ ἐχθρός μας.Ἔτσι λοιπόν, κατέληξε, ἄν θέλεις νά σώσεις τήν ψυχή σου, ἄν ἐπιθυμεῖς νά κερδήσεις τήν αἰώνια ζωή, πήγαινε κι᾿ ἐσύ νά κάνεις ὅ,τι ἔκανε ὁ Σαμαρείτης. Πήγαινε δεῖξε ἀγάπη καί καλωσύνη σέ δικό σου ἤ ξένο, σέ φίλο ἤ ἐχθρό καί ἔτσι θά σωθεῖς.
Σέ ἄλλη περίπτωση ἄλλου νομικοῦ εἶπε  ὁ Χριστός, ἄν θέλεις νά σωθεῖς τήρησε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ: Οὐ κλέψῃς, οὐ μοιχεύσῃς, οὐ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου. Γιά νά τίς δοῦμε μία-μία; Μήπως λερώσαμε τά χέρια μας ἁπλώνοντάς τα σέ πράγματα ἄλλων, πού δέν μᾶς ἀνήκουν; Μήπως καταπατήσαμε τό στεφάνι τοῦ γάμου μας καί ἔχουμε παράνομο δεσμό; Οἱ στατιστικές λένε, ὅτι τό 70% τῶν παντρεμένων ἔχουν παράνομες σχέσεις. Μετά ἀπό αὐτό περιμένουμε νά δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ; Μήπως λέμε ψέματα καί σπιλώνουμε τήν ὑπόληψη καί τήν τιμή τῶν ἄλλων; Μήπως καταδικάζουμε τόν ἀθῶο καί ἀπαλλάσσουμε τόν ἔνοχο; Μέ αὐτά δέν κληρονομοῦμε τόν οὐρανό. Ποιά εἶναι ἡ συμπεριφορά μας ἔναντι τῶν γονέων μας; Γιά νά τούς ρωτήσουμε, εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπό ἐμᾶς ἤ ἔχουν παράπονα ἀπό τήν διαγωγή μας;  
Ἄλλη περίπτωση: Διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅτι ὁ δεσμοφύλακας στή φυλακή τῶν Φιλίππων ρώτησε τόν Παῦλο καί τόν μαθητή του Σίλα, Κύριοι, τί μέ δεῖ ποιεῖν, ἵνα σωθῶ; Τί πρέπει νά κάνω, γιά νά σωθῶ; Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν, νά πιστεύσεις στόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔτσι τόν ἐδίδαξαν, τόν κατήχησαν καί βάπτισαν καί αὐτόν καί ὅλη του τήν οἰκογένεια.
Αὐτό συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ ἀναστάς Κύριος, ὅταν ἔστειλε τούς μαθητές του νά κηρύξουν στά πέρατα τοῦ κόσμου. Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται. Θά σωθεῖ ἐκεῖνος πού πίστεψε καί βαπτίσθηκε. Ἡ πίστη  εἶναι προϋπόθεση τοῦ βαπτίσματος. Ἐμεῖς ὅλοι βαπτισθήκαμε, δυστυχῶς ὅμως δέν πιστεύουμε ὅλοι. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἀκυρώνουμε τήν βάπτισή μας καί ἄρα κινδυνεύει ἡ σωτηρία μας.
Ὅταν ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἐβάπτιζε στόν Ἰορδάνη ποταμό, ἔλεγε στούς προσερχομένους: Δέν ἀρκεῖ μόνο τό βάπτισμα, κοιτᾶξτε νά μετανοήσετε εἰλικρινά. Ρωτοῦσαν τά πλήθη τί να κάνουμε; Τούς ἀπαντοῦσε, νά δίνετε ἐλεημοσύνη, νά δείχνετε μέ τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας τήν εἰλικρινή μετάνοιά σας. Ρωτοῦσαν οἱ τελῶνες; Ἔμεῖς τί νά κάνουμε; Νά μή εἰσπράττετε τίποτε παραπάνω ἀπό τό κανονικό καί δίκαιο. Ρωτοῦσαν οἱ στρατιωτικοί, κι᾿ ἐμεῖς τί νά κάνουμε; Νά μή ἐκβιάζετε κανένα μέ φόβο καί ἀπειλές, οὔτε νά τόν κατηγορεῖτε ψευδῶς μέ σκοπό νά ἀποσπάσετε χρήματα ἀπό αὐτόν, ἀλλά νά ἀρκεῖσθε στό μισθό σας.
Στήν παραβολή τοῦ Κυρίου ρωτοῦσε ὁ ἄφρων πλούσιος; Τί ποιήσω; Τί νά κάνω; Μετά ἀπό πολλή σκέψη καί παιδεμό ἀποφάσισε νά γκρεμίσει τίς ἀποθῆκες του καί νά χτίσει μεγαλύτερες. Αὐτό ὅμως ἦταν ἡ καταστροφή του. Ἔτσι καταλαβαίνουμε, ὅτι ἀπό ἐμᾶς, ἀπό τίς δικές μας πράξεις καί  ἐνέργειες ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία ἤ ἡ καταδίκη μας.
Ἀγαπητοί μου,
Μελετῶντας τήν Ἁγία Γραφή μαθαίνουμε τί πρέπει νά κάνουμε, γιά νά σωθοῦμε. Ἄλλα πρέπει νά ἐφαρμώσουμε καί ἄλλα νά ἀποφύγουμε. Ἐμεῖς πρέπει νά ἀκολουθήσουμε τά λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Νά γίνουμε σάν τήν μέλισσα, πού πηγαίνει ἀπό λουλούδι σέ λουλούδι καί παίρνει τό νέκταρ, τούς γλυκεῖς χυμούς. Τό ἴδιο ἔκανε κι᾿ ἐκεῖνος.
 Ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς του λέει, πάντων τάς ἀρετάς ἀνεμάξω πατήρ ἡμῶν Βασίλειε. Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε πάνω του, μάζεψε πάνω του ὅλες τίς ἀρετές τῶν ἄλλων ἁγίων: τήν πραότητα τοῦ Μωϋσῆ, τόν ζῆλο τοῦ προφήτη Ἠλία, Πέτρου τήν ὁμολογία, τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τήν θεολογία κλπ. Ὑποχρέωση δική μας καί καθῆκον εἶναι νά διαβάζουμε τήν Ἁγία γραφή, γιά νά μάθουμε τίς μᾶς παραγγέλλει ὁ Θεός.  Νά μελετήσουμε τούς βίους τῶν ἁγίων, γιά νά δοῦμε πῶς ἐφαρμόζονται ὅλα αὐτά, πῶς πραγματοποιοῦνται. Αὐτό νά κάνουμε κι᾿ ἐμεῖς καί θά σωθοῦμε, θά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια ζωή. Ἀμήν.-

Κυριακή Ζ Λουκᾶ (6-11-2011)


Δύο θαύματα μᾶς παρουσίασε καί περιέγραψε  σήμερα ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Τό ἕνα εἶναι ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναίκας καί τό ἄλλο ἡ ἀνάστασις τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου.
Κόσμος πολύς ἀκολουθοῦσε τόν Χριστό. Οἱ ὄχλοι ἔτρεχαν πίσω του καί μάλιστα τόν συνέθλιβαν. Τόν ἔσπρωχναν μιά ἀπ᾿ ἐδῶ καί μιά ἀπ᾿  ἐκεῖ. Ὁ Κύριος ἔδειχνε νά μή αἰσθάνεται τήν παρουσία ὅλου αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἔμενε ἀδιάφορος καί ἀσυγκίνητος. Γιατί; Γιατί δέν εἶχαν πραγματικές καί εἰλικρινεῖς σχέσεις μαζί του. Οἱ ψυχές τους δέν εἶχαν μεταμορφωθεῖ ἀκόμη. Παρέμεναν ψυχροί καί ἀφώτιστοι. Τόν ἀκολουθοῦσαν περισσότερο ἀπό περιέργεια παρά ἀπό πίστη.
Τό ἴδιο ἀσυγκίνητος ὁ Κύριος διέσχισε τά πλήθη, ὅταν ἔμπαινε στά Ἱεροσόλυμα τήν Κυριακή τῶν βαΐων. Δέν ἀδιαφόρησε ὅμως στούς ὕμνους τῶν μικρῶν παιδιῶν, πού φώναζαν ὠσσανά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Αὐτά ἦσαν ἀθῶα καί ἀπονήρευτα, ἔξω καί μακρυά ἀπό τίς κακίες τῶν μεγάλων, οἱ ὁποῖοι παρασυρόμενοι ἀπό τούς γραμματεῖς καί φαρισαίους μετά δύο ἡμέρες θά ἀπαιτοῦσαν ἀπό τόν Πιλᾶτο σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν.
Αὐτή ἡ συμπεριφορά τοῦ κόσμου καί ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ πρέπει  πολύ νά μᾶς προβληματίσει. Πολλοί χριστιανοί ἐξαντλοῦν τήν χριστιανική τους ἰδιότητα στήν τήρηση κάποιων ἐξωτερικῶν τύπων καί νομίζουν πώς εἶναι ἐν τάξει, ὅτι ἔκαναν τά πάντα καί δέν χρειάζεται νά κάνουν κάτι ἄλλο, δέν χρειάζεται νά προχωρήσουν περισσότερο. Στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἀνεπαρκῆ γιά τήν σωτηρία τους. Πολλοί θά κάνουν ἀκόμη καί θαύματα μέ τό ὄνομά του, ἀλλά παρ᾿ ὅλα αὐτά ὁ Κύριος θά τούς ἀποπέμψει, θά τούς διώξει ἀπό κοντά του, θά πεῖ ὅτι δέν τούς γνωρίζει.
Οἱ πέντε μωρές παρθένες ἦσαν, ὅπως τό λέει ἡ λέξις, ἁγνές καί καθαρές. Μά δέν εἶχαν ἔλαιον στά λυχνάρια τους, γι᾿ αὐτό καί ἔμειναν ἔξω ἀπό τόν οὐράνιο νυμφῶνα, ἔχασαν δηλαδή τόν παράδεισο. Ἡ παρθενία καί ἡ ἁγνότητα ἀπό μόνες τους δέν μᾶς σώζουν. Χρειάζονται καί ἄλλα πράγματα, πού τά περιμένει ὁ Θεός.
Δέν συνέβαινε ὅμως τό ἴδιο μέ τούς δύο  αὐτούς ἀνθρώπους, πού ἔγινε τό θαῦμα. Ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα εἶχε πίστη καί μάλιστα μεγάλη. Ἡ κακή κατάσταση τῆς ὑγείας της καί ἡ ἀπογοήτευσή της ἀπό τούς γιατρούς ἄνοιξαν τόν δρόμο τῆς πίστεως. Αὐτή ἡ πίστη τῆς χάρισε γνώση. Εἶχε τήν βεβαιότητα, ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι καί στά ἄψυχα πράγματα, στά ἐνδύματα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν πίστη καί τήν ταπείνωση πού εἶχε, δέν τόλμησε νά ζητήσει κατ᾿ εὐθείαν τήν θεραπεία της. Εἶχε μέσα της τήν βεβαιότητα, ὅτι καί μόνο νά ἀκουμποῦσε τά ἐνδύματά του, θά  μποροῦσε νά σωθεῖ,  θά γινόταν καλά, ὅπως καί ἔγινε. Ἀπό ὅλο τό πλῆθος αὐτή τράβηξε πάνω της τήν σωστική δύναμη τοῦ Κυρίου.
Ὁ ἀρχισυνάγωγος πάλι ἔχει πίστη καί τόλμη καί τά δείχνει μέ διαφορετικό τρόπο. Ἔρχεται συναντάει τόν Χριστό καί τόν παρακαλεῖ νά ἔρθει στό σπίτι του, γιά νά θεραπεύσει τήν κόρη του, πού εἶναι ἄρρωστη καί κινδυνεύει νά πεθάνει καί τελικά πέθανε.
Δέν ἦταν καθόλου μικρό πρᾶγμα αὐτό πού ἔκαναν καί οἱ δύο, νά δείξουν τήν πίστη τους στόν Ἰησοῦ Χριστό. Οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν ἀπαγορεύσει στόν λαό νά τόν πλησιάζει καί νά ἀκούει τήν διδασκαλία του. Ἡ γυναίκα ἀδιαφορεῖ καί κάνει τό ἀντίθετο. Ὁ Ἰάειρος ὄχι μόνο τολμᾶ νά πλησιάσει, νά βρεθεῖ ἀνάμεσα στό πλῆθος, νά ἀκούσει τήν διδασκαλία του, ἀλλά καί νά ζητήσει νά ἔρθει στό σπίτι του. Πιστεύει πώς εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά σώσει τήν κόρη του. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ πίστις ὑπερνικᾶ καί παραμερίζει τόν ὁποιοδήποτε φόβο, ὑπερνικᾶ τά ὅποια ἐμπόδια.
Κάτι ἀνάλογο βλέπουμε στήν περίπτωση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Οἱ γονεῖς του φοβοῦνται τούς φαρισαίους, μήπως τούς κάνουν ἀποσυνάγωγους καί κλείνουν τό στόμα, δέν ὁμιλοῦν. Ὁ τυφλός ὅμως μιλάει μέ θᾶρρος, ὁμολογεῖ πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό καί μάλιστα προκαλεῖ τούς φαρισαίους. Τούς ἐρωτᾶ, μήπως θέλετε νά γίνετε κι᾿ ἐσεῖς μαθηταί του;
Αὐτό εἶναι τό σημερινό μας δίδαγμα. Αὐτήν τήν τακτική πρέπει νά ἀκολουθοῦμε κι᾿ ἐμεῖς. Τίποτε δέν πρέπει νά μᾶς φοβίζει, τίποτε δέν πρέπει νά μᾶς σταματᾶ ἀπό τό νά ὁμολογοῦμε πίστη καί ἀφοσίωση στόν Ἰησοῦ Χριστό.
Λέει κάπου ὁ Μέγας Βασίλειος, τίποτε νά μή σταθεῖ ἐμπόδιο στήν ἐκκλησία καί στήν προσευχή, γιατί τίποτε δέν εἶναι μεγαλύτερο καί ἀνώτερο ἀπό τήν ἐκκλησία καί τήν προσευχή. Ἔτσι τίποτε νά μή σταθεῖ ἐμπόδιο στήν ἀπόφασή μας νά πλησιάσουμε τόν Χριστό, ἀφοῦ τίποτε δέν ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Μᾶς τό λέει πολύ ὡραῖα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του: Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Μήπως τά παθήματα, οἱ στενοχώριες, ἡ πείνα, ἡ γύμνια, οἱ κίνδυνοι ἤ ὁ μαρτυρικός θάνατος; Τίποτε ἀπό αὐτά, οὔτε θάνατος οὔτε ζωή, οὔτε οἱ ἄγγελοι οὔτε ἄλλες ἐπουράνιες δυνάμεις, οὔτε παρόντα καί μέλλοντα, οὔτε κάτι στόν οὐρανό ἤ στόν ἄδη, κανένα ἄλλο δημιούργημα δέν θά μπορέσουν ποτέ νά μᾶς χωρίσουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ὅπως καί ἄν ἔρθουν τά πράγματα στή ζωή μας, εὐχάριστα ἤ δυσάρεστα, ἀντί ὁποιουδήποτε τιμήματος, ἐμεῖς θά μείνουμε πιστοί καί προσηλωμένοι στόν Χριστό, τόν ὁποῖον δοξάζουμε καί προσκυνοῦμε, ὑμνοῦμε καί εὐλογοῦμε εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.-